- κολοιός
- ο (Α κολοιός)η καλοιακούδα (α. «πολλοί κολοιοί υψώθησαν πετώντες», Καλλιγ.β. «χὠ κολοιὸς οὑτοσὶ ἄνω κέχηνεν ὡσπερεὶ δεικνὺς τί μοι», Αριστοφ.)αρχ.παροιμ. α) «πολλοί... σφε κατακρώζουσι κολοιοί» — για δημοκόπους και αναιδείς ρήτορες (Αριστοφ.)β) «κολοιὸς ποτὶ κολοιόν» — λέγεται γι' αυτούς που συναναστρέφονται με τους ομοίους τους (Αριστοτ.)γ) «κολοιὸς ἀλλοτρίοις πτεροῑς ἀγάλλεται» — λέγεται γι' αυτούς που πετούν με ξένα φτερά.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η υπόθεση κατά την οποία προέρχεται από ονοματοποιία είναι αβάσιμη].
Dictionary of Greek. 2013.