κολοιός

κολοιός
ο (Α κολοιός)
η καλοιακούδα (α. «πολλοί κολοιοί υψώθησαν πετώντες», Καλλιγ.
β. «χὠ κολοιὸς οὑτοσὶ ἄνω κέχηνεν ὡσπερεὶ δεικνὺς τί μοι», Αριστοφ.)
αρχ.
παροιμ. α) «πολλοί... σφε κατακρώζουσι κολοιοί» — για δημοκόπους και αναιδείς ρήτορες (Αριστοφ.)
β) «κολοιὸς ποτὶ κολοιόν» — λέγεται γι' αυτούς που συναναστρέφονται με τους ομοίους τους (Αριστοτ.)
γ) «κολοιὸς ἀλλοτρίοις πτεροῑς ἀγάλλεται» — λέγεται γι' αυτούς που πετούν με ξένα φτερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η υπόθεση κατά την οποία προέρχεται από ονοματοποιία είναι αβάσιμη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κολοιός — jackdaw masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀεὶ κολοιὸς παρὰ κολοιόν. — ἀεὶ κολοιὸς παρὰ κολοιόν. См. Масть к масти подбирается …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κολοιοῖς — κολοιός jackdaw masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοιοί — κολοιός jackdaw masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοιοῦ — κολοιός jackdaw masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοιούς — κολοιός jackdaw masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοιόν — κολοιός jackdaw masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοιώς — κολοιός jackdaw masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Autos epha — Alpha Inhaltsverzeichnis 1 Ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω 2 Άγιον Όρος …   Deutsch Wikipedia

  • καλοιακούδα — και καλιακούδα, η κοινή ονομασία τού πτηνού κολοιός, αλλ. κάργια ή κάργα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλοιακας (< κόλοιακας < αρχ. κολοιός, αναλογικά προς το κόρακας) + κατάλ. ούδα (πρβλ. πεταλ ούδα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”